Θεσσαλονίκη
Τηλ: 2310272387
2310272589
Κιν: 6944263668
Καρκίνος παχέος εντέρου
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι ένας από τους πιο συνηθισμένους καρκίνους παγκοσμίως. Προσβάλλει συνήθως ηλικιωμένους αν και μπορεί να παρουσιαστεί σε διάφορες ηλικίες, ακόμα και πολύ μικρές. Ο καρκίνος του παχέος εντέρου συνήθως αναπτύσσεται επί των αδενωμάτων. Τα αδενώματα είναι πολύποδες οι οποίοι μεγαλώνουν, μεταλλάσσονται και κάποια στιγμή εξαλλάσσονται σε καρκίνο.
Τα συνηθέστερα συμπτώματα του καρκίνου του παχέος εντέρου περιλαμβάνουν:
1. Αιμορραγία από το ορθό.
2. Εμμένουσα αλλαγή στις συνήθειες του εντέρου (δυσκοιλιότητα ή διάρροια).
3. Κοιλιακή δυσφορία, άλγη, κράμπες, αέρια.
4. Αδυναμία, απώλεια βάρους, αναιμία.
Στα αρχικά του στάδια, ο καρκίνος του παχέος εντέρου μπορεί να μην εμφανίζει ιδιαίτερη συμπτωματολογία.
Σε πιο προχωρημένα στάδια μπορεί να παρουσιασθεί ως μερική ή πλήρης απόφραξη του παχέος εντέρου.
Στους παράγοντες κινδύνου συγκαταλέγονται:
1. Η ηλικία – φαίνεται πως μετά την ηλικία των 50 αυξάνεται σημαντικά η συχνότητα εμφάνισης του καρκίνου.
2. Οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του παχέος εντέρου (εξ αίματος κοντινοί συγγενείς)
3. Προσωπικό ιστορικό καρκίνου του παχέος εντέρου (δεν είναι σπάνια η εμφάνιση καρκίνου, σε άλλο σημείο του εντέρου, σε ασθενή που στο παρελθόν αντιμετωπίσθηκε για καρκίνο του παχέος εντέρου).
4. Χρόνιες ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις εντεροπάθειες όπως η Νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα.
5. Ο διαβήτης, το κάπνισμα, η παχυσαρκία, οι μειωμένες φυτικές ίνες στη διατροφή, το αλκοόλ, η καθιστική ζωή και φυλετικοί παράγοντες.
6. Ακτινοβολία της κοιλίας στο παρελθόν για κάθε αιτιολογία.
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου ανήκει στις νεοπλασίες που μπορεί να προληφθούν.
Η κύρια μέθοδος πρόληψης είναι η προληπτική κολονοσκόπηση.
Η προληπτική κολονοσκόπηση γίνεται στην ηλικία των 50 ή νωρίτερα σε ασθενείς υψηλότερου κινδύνου. Εφόσον αναγνωρισθούν πολύποδες πρέπει να αφαιρούνται. Η αφαίρεση των πολυπόδων αλλάζει τη φυσική πορεία της καρκινογένεσης και ελαττώνει δραστικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου στο μέλλον. Η κολονοσκόπηση πρέπει να επαναλαμβάνεται ανά διαστήματα που καθορίζει ο ιατρός, ανάλογα με τα ευρήματα της προηγούμενης ενδοσκόπησης. Η τακτική εξέταση των κοπράνων για την παρουσία αίματος είναι μια εναλλακτική λύση, χωρίς όμως να πλησιάζει σε ακρίβεια την κολονοσκόπηση.
Άλλες υποβοηθητικές δράσεις περιλαμβάνουν:
1. Η δίαιτα υψηλή σε φυτικές ίνες
2. Την διακοπή του καπνίσματος
3. Τον περιορισμό του αλκοόλ
4. Την τακτική άσκηση και
5. Την διατήρηση του σωματικού βάρους στα προβλεπόμενα όρια.
Η διάγνωση τίθεται με την ενδοσκόπηση του κατωτέρου πεπτικού (κολονοσκόπηση) και με τη λήψη βιοψίας. Στη συνέχεια εκτελούνται μια σειρά εξετάσεων όπως αιματολογικές/βιοχημικές εξετάσεις, καρκινικοί δείκτες και τέλος απεικονιστικές εξετάσεις (όπως αξονική τομογραφία) για να διευκρινισθεί η έκταση της νόσου (σταδιοποίηση).
Οι μικροί/επιφανειακοί καρκίνοι του παχέος εντέρου, μπορεί να θεραπευθούν με ενδοσκοπική εκτομή, εφόσον βρίσκονται στο επίπεδο του βλεννογόνου. Αυτό γίνεται με διάφορες τεχνικές όπως με κλασσική πολυπεκτομή, βλεννογονεκτομή (EMR) και ενδοσκοπική υποβλεννογόνια εκτομή (ESD).
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις ο όγκος αφαιρείται χειρουργικά. Το χειρουργείο πολλές φορές μπορεί να πραγματοποιηθεί και λαπαροσκοπικά. Σε κάποιες περιπτώσεις, προ του χειρουργείου, μπορεί να χρειαστεί να γίνει χημειοθεραπεία ή/και ακτινοβολία, για να βελτιώσουμε τα μεταγχειρητικά αποτελέσματα. Μερικές φορές, μετά το χειρουργείο, ο ασθενείς φέρει κολοστομία για μερικούς μήνες ή μόνιμα (αυτό σχετίζεται με τη θέση του όγκου).
Ανάλογα με την ιστολογική εξέταση του χειρουργικού παρασκευάσματος, πιθανά να χρειαστεί και χημειοθεραπεία. Σε κάθε περίπτωση, μετά το χειρουργείο, ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται από τον ογκολόγο και τον γαστρεντερολόγο. Δεν πρέπει να παραληφθεί ο περιοδικός έλεγχος με κολονοσκόπηση τόσο για την επισκόπηση της αναστόμωσης όσο και για την αποτροπή του κινδύνου μετάχρονου καρκίνου σε άλλες θέσεις.
Ενίοτε, για παρηγορικούς λόγους, σε ασθενείς με βεβαρυμμένη κλινική κατάσταση, εκτεταμένη νόσο ή σε ασθενείς που αρνούνται να χειρουργηθούν, μπορεί να γίνει ενδοσκοπική τοποθέτηση μεταλλικού στεντ ώστε να αποφευχθεί η πλήρης απόφραξη του εντέρου, που θα οδηγήσει σε ειλεό, διάτρηση και περιτονίτιδα.